ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ – Αλίκη Βουγιουκλάκη: Το χαμόγελο της νιότης μας
Κείμενο και φωτογραφίες αρχείου από τον Αλέξανδρο Παπαδόπουλο
Ήταν η πιο δημοφιλής ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου. Το ταλέντο της, το σκέρτσο της, η θηλυκότητά της, το παιδί που έκρυβε μέσα της δεν μπορούσες να τα συναντήσεις εύκολα σε κάποια άλλη γυναίκα. Προσέφερε τη δροσιά και την ανάσα των ρόλων της στην ελληνική κοινωνία. Προσωποποιούσε την αέναη νιότη, τη ζωντάνια, την αστείρευτη χαρά της ζωής και δυναμικότητας του ανθρώπου. 19 χρόνια (23 Ιουλίου 1996) μετά τον πρόωρο θάνατό της, η Αλίκη Βουγιουκλάκη συνεχίζει να μας κλείνει όλο χάρη το μάτι και να μας χαμογελά μέσα από τις ταινίες της. Επομένως η Αλίκη δεν «έφυγε», απλά φυγαδεύτηκε προς την διαρκή νεότητα.
Το πιο λαμπρό αστέρι
Η Αλίκη-Σταματίνα Βουγιουκλάκη όπως ήταν ολόκληρο το όνομά της, γεννήθηκε στο Μαρούσι Αττικής στις 20 Ιουλίου του 1931. Ο πατέρας της, Ιωάννης Βουγιουκλάκης ήταν δικηγόρος, που για ένα διάστημα μάλιστα είχε κάνει και χρέη νομάρχη στην Αρκαδία και η μητέρα της, Αιμιλία Κουμουνδούρου, ήταν γόνος της μεγάλης πολιτικής οικογένειας των Κουμουνδούρων. Η οικογένειά της κατάγεται από το χωριό Λάγια της Μάνης. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής ο πατέρας της δολοφονήθηκε και η μητέρα της ανέλαβε μόνη της να μεγαλώσει τα τρία παιδιά, την Αλίκη, τον Αντώνη και τον Τάκη.
Το μικρόβιο της υποκριτικής είχε μπει μέσα της από τα μαθητικά της χρόνια. Το 1952 έδωσε κρυφά από την οικογένειά της εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από την οποία αποφοίτησε τρία χρόνια μετά με «λίαν καλώς», αφού όταν πέρασε από την επιτροπή για να πάρει το δίπλωμά της, όλοι την βαθμολόγησαν με «άριστα» εκτός από τον Δημήτρη Χορν και αυτό το «λίαν καλώς» της έκλεινε τον δρόμο για το Εθνικό Θέατρο, κάτι που δεν επιθυμούσε, διότι ήταν στόχος της να παραμείνει. Έπρεπε το Εθνικό Θέατρο να την καλέσει για συνεργασία. Προτού ακόμη αποφοιτήσει από τη Σχολή ξεκίνησε τη θεατρική της σταδιοδρομία. Ο πρώτος της ρόλος ήταν στο έργο «Κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου το 1953 και η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση έγινε στην ταινία «Το ποντικάκι» του Νίκου Τσιφόρου το 1954, παίρνοντας τη θέση της Έλλης Λαμπέτη που αρνήθηκε να παίξει στο φιλμ επειδή ήταν στην Αίγυπτο για τα γυρίσματα της ταινίας «Κυριακάτικο ξύπνημα».
Το καλοκαίρι του 1954, πριν ακόμα τελειώσει τη Δραματική Σχολή κι ενώ επέστρεφε από τις διακοπές της, την κάλεσε ο σπουδαίος ηθοποιός και σκηνοθέτης Νίκος Χατζίσκος για να αντικαταστήσει την Άννα Συνοδινού, που αποχώρησε από το θίασο, στο ρόλο της Ιουλιέτας. Για να παίξει στο έργο χρειάστηκε να πάρει ειδική άδεια από τη σχολή της, έχοντας στη διάθεσή της μόνο τρία μερόνυχτα για να προετοιμαστεί και να μάθει το ρόλο. Η Ιουλιέτα της μπορεί να μην ήταν υπόδειγμα σεξπηρικής ερμηνείας, κοινό και κριτικοί όμως χειροκρότησαν την προσπάθειά της.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον θίασο Κοτοπούλη, Κατερίνας και Κώστα Μουσούρη, ο οποίος την έχρισε πρωταγωνίστρια. Σύντομα καθιερώθηκε στο χώρο και λόγω της εξαιρετικής δημοτικότητας που απέκτησε στο ευρύ κοινό, ονομάστηκε από την μεγάλη κυρία της δημοσιογραφίας Ελένη Βλάχου μέσα από την στήλη της στην «Καθημερινή», «Εθνική Σταρ» της Ελλάδας.
Το 1961 συγκρότησε τον δικό της θίασο, ανεβάζοντας τα έργα «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», «Χτυποκάρδια στο θρανίο» κ.ά. Το 1962 εμφανίστηκε εκτάκτως στην θρυλική παράσταση «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι στο νούμερο «Όνειρο της Οθόνης», μαζί με την Ρένα Βλαχοπούλου, και τραγουδούσε τις μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες που της είχε γράψει ο αξέχαστος μουσικοσυνθέτης.
Η σημαντική εμπορική κάμψη που σημείωσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο ελληνικός κινηματογράφος ώθησε τη Βουγιουκλάκη να ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με το θέατρο. Το 1975 αλλάζει τον μέχρι τότε τρόπο ανεβάσματος των μιούζικαλ, φέρνοντας στην Ελλάδα τα μιούζικαλ-υπερπαραγωγή, με το έργο του Νιλ Σάιμον «Καμπίρια». Ανέβασε επίσης με μεγάλη επιτυχία και άλλα έργα του είδους, όπως το «Καμπαρέ», «Ωραία μου κυρία», «Τζούλια» και «Εβίτα».
Όταν ο κορυφαίος κινηματογραφικός παραγωγός Φιλοποίμην Φίνος την κάλεσε το 1957 να υποδυθεί μία από τις ανιψιές της Γεωργίας Βασιλειάδου στη «Θεία από το Σικάγο», η Αλίκη με την αφέλεια της νιότης της και το θάρρος-θράσος της, του λέει «Μα δεν είμαι πολύ νέα για να παίξω τον ρόλο της θείας;». Ο Φίνος απαίτησε εκνευρισμένος να μην ξαναπατήσει στη Φίνος Φιλμ κι εκείνη του είπε ότι θα επιστρέψει, αλλά σαν πρωταγωνίστρια! Όπως κι έγινε με την μεσολάβηση του Κλέαρχου Κονιτσιώτη και πρωταγωνίστησε στην «Αστέρω» το 1958. Κρίμα όμως, θα ήταν μια ευκαιρία για κινηματογραφική συνύπαρξη της Αλίκης με την Τζένη Καρέζη στη «Θεία από το Σικάγο», όπου η δεύτερη συμμετείχε σαν ανιψιά της Βασιλειάδου. Η σχέση Φίνου-Αλίκης πέρασε από 40 κύματα, αλλά πάντα την πίστευε εκείνος και η Αλίκη τον αποκαλούσε «Φίφη μου!».
Το 1960, κέρδισε το βραβείο ερμηνείας Α' Γυναικείου ρόλου στο 1ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στην ταινία «Μανταλένα» της Φίνος Φιλμ σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, ενώ η ίδια ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο διεθνές κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, όπου άφησε πάρα πολύ καλές εντυπώσεις.
Πρωταγωνίστησε σε μια μακρά σειρά κινηματογραφικών εμπορικών επιτυχιών, μεταξύ των οποίων: «Η μουσίτσα» (1958), «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Η Αλίκη στο ναυτικό» (1961), «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963), «Η σωφερίνα» (1964), «Μοντέρνα σταχτοπούτα» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» (1968), «Η νεράιδα και το παλικάρι» (1969). Οι ρόλοι της, κατά κανόνα της χαριτωμένης σκανδαλιάρας κοπέλας, είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό και εξασφάλισαν στην ηθοποιό σπάνια φήμη ενώ η ταινία «Υπολοχαγός Νατάσσα» (1970) της Φίνος Φιλμ σε σκηνοθεσία Νίκου Φώσκολου, ήταν η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου για τρεις δεκαετίες, με 751.117 εισιτήρια σε πρώτη προβολή.
Από την αρχή της καριέρας της η Αλίκη φρόντισε να έχει στο πλευρό της εκλεκτούς συνεργάτες : Έπαιξε δίπλα σε μερικούς από τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς της χώρας (Κ. Μουσούρη, κυρία Κατερίνα, Μ. Κατράκη, Δ. Διαμαντίδου, Διον. Παπαγιαννόπουλο, Δημ. Παπαμιχαήλ, Θ. Κωτσόπουλο, Λ. Κωνσταντάρα, Τζ. Καρούσο, κ.ά.), συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους μεταφραστές (Μ. Πλωρίτη, Π. Μάτεσι), τους πιο σπουδαίους σκηνογράφους (Γ. Πάτσα, Μ. Παντελιδάκη, Γ. Ανεμογιάννη, Σπ. Βασιλείου, Δ. Φωτόπουλο, κ.ά.), με όλους σχεδόν τους αξιόλογους σκηνοθέτες (Αλ. Σακελλάριο, Κ. Μιχαηλίδη, Κ. Μπάκα, Στ. Φασουλή, Αλ. Σολωμό, Α. Βουτσινά, Κ. Τσιάνο, Μ. Βολανάκη κ.ά.), ενώ της εμπιστεύτηκαν τραγούδια τους οι μεγαλύτεροι Έλληνες συνθέτες και στιχουργοί (Μ. Χατζιδάκις, Μ. Θεοδωράκης, Στ. Ξαρχάκος, Γ. Ζαμπέτας, Γ. Κατσαρός, Γ. Χατζηνάσιος, Δ. Μούτσης, Ν. Μαμαγκάκης, Μ. Πλέσσας, Μ. Λοίζος, Θ. Μικρούτσικος, Στ. Κραουνάκης, Ν. Γκάτσος, Β.Γκούφας, Λ. Νικολακοπούλου κ.ά.).
Ιδιαίτερα σημαντικές στιγμές στην καριέρα της, αν και όχι τόσο επιτυχημένες καλλιτεχνικά, αλλά έσπασαν κυριολεκτικά ταμεία, ήταν η παρουσία της στην Επίδαυρο το 1986 με την «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη (θίασος Προσκήνιο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού) και το 1990 με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (μετάφραση-σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη).
Παραγωγική υπήρξε και στην ελληνική δισκογραφία, καθώς στο ενεργητικό της καταγράφονται περισσότεροι από 50 δίσκοι, με κινηματογραφικά και θεατρικά τραγούδια, τα οποία ερμήνευε με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Τα μουσικά κομμάτια της ταινίας «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959) του Αλέκου Σακελλάριου γνώρισαν μεγάλη επιτυχία! Σ’ αυτήν την ταινία η Αλίκη τραγουδά Μάνο Χατζιδάκι. Τα τραγούδια, πασίγνωστα σε όλους: «Το γκρίζο γατί», «Έχω ένα μυστικό» (Μ. Χατζιδάκι - Αλ. Σακελλάριου). Όλη η Ελλάδα έτρεχε να δει την ταινία και ν΄ακούσει τα τραγούδια αυτά. Απόλυτα φυσικό ήταν να κυκλοφορήσουν σε δίσκο. Οι πωλήσεις πέρασαν κάθε προηγούμενο! Οι 75.000 δίσκοι που πουλήθηκαν έδωσαν στην Αλίκη τον πρώτο «χρυσό δίσκο» που δόθηκε στην Ελλάδα, τιμητικά για τον μεγάλο αριθμό πωλήσεων.
Έγραψε επίσης και παιδικά βιβλία από τις εκδόσεις «Ελευθερουδάκη», ενώ συμμετείχε σε ηχογραφήσεις θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο. Σε ρόλο δημοσιογράφου στον ραδιοφωνικό σταθμό ΑΝΤ1 97,5 στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, πήρε συνεντεύξεις από τον Μάνο Χατζιδάκι, την Άννα Συνοδινού, καθώς και στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 Θεσσαλονίκης παρουσίασε το 1992 εκπομπή με τίτλο «Η Αλίκη στην Θεσσαλονίκη των θαυμάτων» όπου φιλοξενούσε δημοφιλείς προσωπικότητες σαν την Ζωή Λάσκαρη, τον Γιώργο Κούδα ή τον Νίκο Παπανικολάου.
Η Αλίκη έγινε ακόμη κούκλα, πάστα, τηλεκάρτα, γραμματόσημο, έκανε επίσης διαφημίσεις στην τηλεόραση και τα έντυπα, έκανε αμέτρητα εξώφυλλα σε περιοδικά, ενώ λανσάρισε διάφορους χορούς και τους έκανε μόδα (Hali gali, Madison, Bossa nova, Cha-cha, Twist, Shake, Συρτάκι).
Με την τηλεόραση δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις. Εμφανίστηκε σε ελάχιστες σειρές όπως: «Βασίλισσα Αμαλία» (ΕΙΡΤ, 1975), «Η θεατρίνα» (ΕΡΤ, 1977), «Καμπαρέ» (60λεπτο show με τις καλύτερες μουσικοχορευτικές σκηνές της ομώνυμης θεατρικής παράστασης, ΕΡΤ, 1978), «Και εύθυμη και χήρα» (ΑΝΤ1, 1991), όμως έκανε αρκετές εμφανίσεις σε εορταστικές εκπομπές και έδωσε πολλές συνεντεύξεις που έφεραν υψηλά ποσοστά τηλεθέασης, όπως για παράδειγμα η αποκαλυπτική συνέντευξή της στο «Ενώπιος ενωπίω» με τον Νίκο Χατζηνικολάου στο MEGA στις 5/1/1993, όπου η ακροαματικότητα άγγιξε το 78,7 % !
Στις 18 Ιανουαρίου 1965 παντρεύτηκε με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, συμφοιτητή της στη Δραματική Σχολή και στις 4 Ιουνίου 1969 γεννήθηκε ο γιος τους Γιάννης. Στις 5 Ιουλίου 1975, οι δύο ηθοποιοί πήραν διαζύγιο (επισήμως λόγω ασυμφωνίας συμβιώσεως). Μαζί πρωταγωνίστησαν σε πολλά κινηματογραφικά και θεατρικά έργα, από τα πιο εμπορικά και πετυχημένα στην ιστορία του ελληνικού θεάματος. Έκανε ένα δεύτερο γάμο το 1980 με τον Κύπριο επιχειρηματία Γιώργο Ηλιάδη, ο οποίος έμεινε μυστικός για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του, ενώ από την ζωή της πέρασαν και άλλοι διάσημοι άντρες όπως ο Αλέξης Σολωμός, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Νάσος Μπότσης, ο Νίκος Μομφεράτος, ο Βλάσσης Μπονάτσος, πολυσυζητημένο δε το ειδύλλιό της με τον τότε διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο που διακόπηκε από την μητέρα του Φρειδερίκη, ενώ τελευταίος σύντροφος της ζωής της ήταν ο κατά πολύ νεότερός της, ηθοποιός Κώστας Σπυρόπουλος.
Τον Απρίλιο του 1996, την περίοδο δηλαδή που δίνονταν στη Θεσσαλονίκη οι παραστάσεις του τελευταίου θεατρικού της έργου «Η μελωδία της ευτυχίας» στο θέατρο Αθήναιον, είχε έντονους πόνους στο στομάχι, τους οποίους πίστευε ότι προκαλούσαν τα πολλά αντιβιοτικά που πήρε εξαιτίας μιας βρογχίτιδας που την ταλαιπωρούσε εκείνο το διάστημα. Αφού έκανε εξετάσεις σε ένα ιατρικό διαγνωστικό κέντρο της Express Service στη Θεσσαλονίκη, διεγνώσθη κακοήθης όγκος στο ήπαρ. Μην έχοντας συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης, συνέχισε για μία ακόμη εβδομάδα τις παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη, τις οποίες τελικά διέκοψε στις 28 Απριλίου του 1996, οπότε δόθηκε και η τελευταία παράσταση του έργου σε κλίμα συγκίνησης. Στην Αθήνα μια ομάδα τριών καθηγητών ιατρών διαπίστωσε την ύπαρξη καρκίνου καλπάζουσας μορφής και στο πάγκρεας, πέραν του όγκου στο ήπαρ. Τα περιθώρια πλέον είχαν στενέψει. Τον Μάιο του 1996 πραγματοποίησε ταξίδια στο εξωτερικό για επιπλέον εξετάσεις σε μια ύστατη προσπάθεια να αντιμετωπίσει το σοβαρό πρόβλημα της υγείας της. Μετά από την οριστική της επιστροφή στην Αθήνα, εισήχθη στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών στις 21 Μαΐου του 1996, (με το ψευδώνυμο «Λίζα Παπασταύρου» από τον ρόλο της στην μεγάλη κινηματογραφική της επιτυχία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο»), όπου και συνέχισε την θεραπεία της. Ήθελε να ζήσει και αντιμετώπισε το πρόβλημά της με γενναιότητα και αξιοπρέπεια.
Έπειτα από δύο μήνες νοσηλείας και μόλις τρεις μέρες μετά τα γενέθλιά της, η Αλίκη Βουγιουκλάκη «έφυγε» από κοντά μας την Τρίτη 23 Ιουλίου του 1996. Ο θάνατός της σκόρπισε θλίψη στο πανελλήνιο. Πήρε διαστάσεις εθνικού πένθους. Αμέτρητα αφιερώματα από τους τηλεοπτικούς σταθμούς για την ζωή και την καριέρα της, που ξεπέρασαν σε τηλεθέαση ακόμη και τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, πολυσέλιδα αφιερώματα και από τα έντυπα της εποχής. Αντιλαλούσαν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς τα τραγούδια της. Ακολούθησε διήμερο λαϊκό προσκύνημα της σορού της στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Την Πέμπτη 25 Ιουλίου του 1996, η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της αλλά και απλού κόσμου κάθε ηλικίας, παρά την αποπνικτική ζέστη που επικρατούσε. Δεν ξεχνιέται η εικόνα της νεκρής Αλίκης λίγα λεπτά πριν από την ταφή, που θύμιζε σαν μια πορσελάνινη κούκλα με έντονο μακιγιάζ που έλιωνε από τον καύσωνα και με μαλλιά μέδουσας, ένας άλλος άνθρωπος και όχι η Βουγιουκλάκη που ξέραμε όπως και ο πόλεμος ορισμένων φωτορεπόρτερς που μάχονταν πάνω από τον τάφο για το ποιος θα προλάβει να απαθανατίσει την τελευταία στιγμή της αξέχαστης ηθοποιού, προκαλώντας φθορές στους διπλανούς τάφους.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη υπήρξε αναμφισβήτητα ένα από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα της εγχώριας showbiz. Δημιούργησε από μόνη της χωρίς να το ξέρει αυτό που λέμε σήμερα στην Ελλάδα star system. Κάθε της κίνηση αποτελούσε θέμα συζήτησης και προβολής από τα media. Η ηλικία της, οι πολιτικές πεποιθήσεις της, οι τραγουδιστικές ικανότητές της, οι έρωτές της, ο γάμος και ο χωρισμός της με τον Παπαμιχαήλ, τα υποτιθέμενα λίφτινγκ που έκανε, οι άνθρωποι που υποτίθεται αποτελούσαν την «αυλή» της και την επηρέαζαν σε διάφορους τομείς, το διαιτολόγιό της, ο δήθεν ανταγωνισμός που είχε με την Τζένη Καρέζη, την Μιμή Ντενίση και τον Λάκη Λαζόπουλο, η αρρώστια της, ο θάνατός της, η περιουσία της και ο τρόπος που την διαχειρίστηκε ο γιος της, απασχόλησαν την ελληνική κοινωνία.
Αγαπήθηκε και επαινέθηκε πολύ, αμέτρητες άλλωστε ήταν οι εκδηλώσεις θαυμασμού προς το πρόσωπό της από απλούς πολίτες όλων των ηλικιών, κυρίως των μικρών παιδιών που υπήρξε και το φανατικότερο κοινό της. Την αποθέωναν! Όλοι την προσφωνούσαν με το μικρό της όνομα, προνόμιο που λίγοι το έχουν στην Ελλάδα.
Όσο γνώρισε την αποθέωση όμως, άλλο τόσο αμφισβητήθηκε, πολεμήθηκε. Κάποιοι δεν πίστεψαν στο υποκριτικό ταλέντο της, θεωρούσαν ότι έπαιζε ψεύτικα και επαναλαμβανόταν στους ρόλους της ή ότι όταν έδινε συνεντεύξεις στην τηλεόραση, ήταν σαν να έπαιζε θέατρο. Πολλοί θυμούνται τον πόλεμο που δέχτηκε από τον Τύπο όταν έπαιξε στην Επίδαυρο την «Αντιγόνη». Κάποτε η Έλλη Λαμπέτη είχε πει ότι «η Βουγιουκλάκη δεν είναι ηθοποιός αλλά μίμος». Ειπώθηκαν και γράφτηκαν πράγματα όπως ότι ήταν πολύ ανταγωνιστική με κάποιους συναδέλφους της και πως ήταν ικανή να δημιουργεί ολόκληρο ζήτημα ώστε να μπαίνει πάντα πρώτο το όνομά της στους τίτλους των ταινιών της πάνω από αυτό του συμπρωταγωνιστή της, όπως και ότι δεν ήθελε στα πλατό να κυριαρχεί άλλη γυναίκα πιο εμφανίσιμη από την ίδια λόγω δικής της ανασφάλειας, απαιτούσε πάντα να της κάνουν κοντινά πλάνα γιατί έτσι πίστευε πως κέρδιζε τους θεατές. Λέγεται ότι ο Δημήτρης Μυράτ και η Βούλα Ζουμπουλάκη την απομάκρυναν από τον θίασό τους στα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα γιατί την θεωρούσαν «γρουσούζα» και έκαναν αγιασμό στο θέατρο. Αμέτρητες ιστορίες για την Αλίκη, αληθινές ή ψεύτικες, που δεν την έκαναν να λυγίσει και κράτησε τα σκήπτρα της πρωτιάς για πολλές δεκαετίες.
Η Αλίκη ήταν σίγουρα ταλαντούχα και δούλεψε σκληρά επί 43 χρόνια, ακατάπαυστα, καλοκαίρια και χειμώνες. Έδωσε χαρά και αισιοδοξία σε πολλούς ανθρώπους και μάλιστα σε δύσκολους καιρούς, μην ξεχνάμε ότι βγήκε αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν η Ελλάδα προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί από τα δεινά που προκάλεσε η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Έφερε έναν άλλο αέρα στο σινεμά. Θα μπορούσε να κάνει ακόμη καλύτερα πράγματα στο θέατρο και στον κινηματογράφο, αλλά παγιδεύτηκε, εγκλωβίστηκε στην εικόνα που σχημάτισε ο κόσμος για την ίδια. Υπηρέτησε σε γενικές γραμμές το ανάλαφρο ρεπερτόριο, το εύπεπτο θέατρο. Όταν πήγαινε να κάνει κάτι διαφορετικό, που να την ενισχύει και καλλιτεχνικά εκτός από εμπορικά, το κοινό δεν την ακολουθούσε, όχι γιατί δεν ήταν ικανή, αλλά γιατί την ήθελαν μόνο σαν χαριτωμένη ενζενί. Της αναγνωρίζουν όμως και διάφορα πράγματα. Συνέστησε στους θεατρόφιλους έναν καινοτόμο τρόπο ανεβάσματος του μιούζικαλ στην Ελλάδα, ανέβασε τα κασέ των συναδέλφων της, ήταν κιόλας η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός, καθιέρωσε τα καμαρίνια, έφτιαχνε ακριβές παραστάσεις υψηλής αισθητικής, ανέδειξε ηθοποιούς όπως τον Γιώργο Πάντζα, τον Γιώργο Κωνσταντίνου, τον Νίκο Γαλανό, την Μιμή Ντενίση, την Ελένη Κούρκουλα, την Ελένη Ράντου, τον Δάνη Κατρανίδη, τον Βλάσση Μπονάτσο, την Άντζελα Γκερέκου, τον Κώστα Σπυρόπουλο και την Εβελίνα Παπούλια. Κι όταν διέκρινε στην αυλαία κάθε παράστασης ότι έπαιρνε περισσότερο χειροκρότημα ένας νέος συνάδελφός της, τον έσπρωχνε μπροστά για να τον χειροκροτήσουν και πάλι. Σκληρή επαγγελματίας πρώτα με τον εαυτό της, ήθελε να ελέγχει τα πάντα! Η φωτογένειά της μοναδική με το λαμπερό της χαμόγελο που «τρύπαγε» την οθόνη!
Είχε απίστευτο χιούμορ και δεν δίσταζε να διακωμωδεί την εαυτό της! Δοτική και περιποιητική με την οικογένεια και τους φίλους της, μια έξοχη οικοδέσποινα! Δεν άφηνε να φύγει καλεσμένος της αν πρώτα δεν έτρωγε. Αξέχαστα έχουν μείνει τα γλέντια στο εξοχικό της σπίτι στον Θεολόγο.
Σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητη από αυτόν τον τόπο και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Άντεξε στον χρόνο. Με τις ταινίες της μεγάλωσαν γενιές και γενιές, ακόμη και σήμερα που προβάλλονται ασταμάτητα από την τηλεόραση, προστίθενται και νεότεροι θαυμαστές της. Κάποτε μάλιστα, πολύ εύστοχα ο κριτικός θεάτρου και λογοτέχνης Κώστας Γεωργουσόπουλος είπε για την διάρκειά της: «Η Αλίκη θα μας καταδυναστεύει και ρετρό». Δύσκολο να ξαναυπάρξει άλλη ηθοποιός του βεληνεκούς της Αλίκης Βουγιουκλάκη.
Είπε η Αλίκη:
«Δεν νομίζω ότι έχω “ναρκώσει” τον κόσμο. Μπορεί να μην του έδωσα πνευματική τροφή υψηλής ποιότητας, αλλά του δίνω το γέλιο, την ξεγνοιασιά, την ξεκούραση».
«Ταλέντο, συνέπεια, ζήλος για τη δουλειά. Αγώνας και πείσμα, αντρικές -πολλές φορές- αρετές. Φωτιά και σίδερο, αλλού πάλι όνειρο και πλάνη. Να περίπου από τι είναι φτιαγμένη η Αλίκη Βουγιουκλάκη».
«Το ταλέντο είναι η συνισταμένη πολλών πραγμάτων: Εργατικότητα, αγάπη, αφοσίωση στη δουλειά, πίστη, στόχοι, εξωτερική εμφάνιση, ακτινοβολία και το χάρισμα που λέγεται “γκελ”».
«Δεν πιστεύω ότι όλοι οι πολιτικοί έχουν ένα όραμα να φτιάξουν μια σωστή Ελλάδα. Έχουν ένα όραμα να μη χάσουν την καρέκλα τους, να πουν ψέματα. Οι περισσότεροι, όχι όλοι. Ή, αν θέλετε, έχουν ένα όραμα να μην πουν ψέματα, αλλά στο δρόμο διαψεύδονται από τις πράξεις τους».
«Η Ελλάδα είναι η ωραιότερη χώρα του κόσμου. Λες κι ο Θεός είχε τα κέφια του και μας πέταξε μες στο Αιγαίο σαν διαμαντόπετρα!».
«Οι μέρες που δεν χαμογελάμε, είναι οι χαμένες μέρες».
«Ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ».
«Μα εγώ δεν υπήρξα ποτέ όμορφη γυναίκα. Έχω όμως τη διάθεση της ωραίας γυναίκας».
«Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι η ηλικία μου είναι περισσότερο φλέγον θέμα από ό,τι η ελληνοτουρκική κρίση».
«Οι έρωτες είναι φθαρτοί, δεν κρατάνε για πάντα. Μένει, όμως, κάτι πολύ ουσιαστικό. Μένει η σχέση, μένει η αγάπη».
«Μαγεία προσπαθώ να δώσω στον κόσμο, σε αυτήν τη γη. Μαγεία θέλω να πάρω κι όταν βρεθώ στον ουρανό».
«Όταν μια μέρα θα φύγω από τη ζωή... E, πείτε πως χάσατε ένα χαμόγελο...»
Η Αλίκη που θα θυμόμαστε: