ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Έλλη Λαμπέτη: Το αέρινο πλάσμα του θεάτρου και του κινηματογράφου
Κείμενο και φωτογραφίες αρχείου από τον Αλέξανδρο Παπαδόπουλο
Λατρεμένη από κοινό και συναδέλφους. Μοναδική ηθοποιός υψηλού επιπέδου, λαμπερή γυναίκα, εμβληματική πρωταγωνίστρια με καριέρα αξιοζήλευτη. Θρυλική μορφή του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Αέρινο πλάσμα. Σκόρπισε μαγεία και έρωτα στο πέρασμά της. Μπορούσες να τη χαζεύεις με τις ώρες, όταν έπαιζε στο σανίδι. Ήξερε να γοητεύει τους θεατές. Το ταλέντο της αναγνωρίστηκε διεθνώς, της έγραψαν διθυραμβικές κριτικές, σε σημείο που να τη συγκρίνουν με σταρ του παγκόσμιου σινεμά, όπως για παράδειγμα με την Γκρέτα Γκάρμπο. Είχε ένα πείσμα για τη ζωή και το θέατρο. 32 χρόνια (3 Σεπτεμβρίου 1983) πέρασαν από το πρόωρο τέλος της, αλλά η Έλλη Λαμπέτη ήταν από τις θεατρίνες που δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Η Ελληνίδα Γκρέτα Γκάρμπο
Η Έλλη Λαμπέτη (Έλλη Λούκου ήταν το πραγματικό της ονοματεπώνυμο), γεννήθηκε στα Βίλια Αττικής στις 13 Απριλίου του 1926. Πατέρας της ήταν ο Κώστας Λούκος, ιδιοκτήτης ταβέρνας και μητέρα της η Αναστασία Σταμάτη. Ο παππούς της, γνωστός ως Καπετάν-Σταμάτης, είχε πολεμήσει στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, κατά την επανάσταση του 1821. Είχε έξι αδέρφια, εκ των οποίων ένα δίδυμο αδελφό που πέθανε από φυματίωση το 1941. Το 1928 η οικογένειά της μετακόμισε στην Αθήνα.
Η ζωή, της έδειξε από νωρίς το σκληρό της πρόσωπο, μιας και ο θάνατος αγαπημένων της προσώπων την σημάδεψε από τα χρόνια της αθωότητας. Εκτός από τον δίδυμο αδερφό της, στην Κατοχή σκοτώθηκε η μητέρα της από αδέσποτη σφαίρα, την ώρα που έραβε στη ραπτομηχανή, τα χρόνια που ακολούθησαν ο πατέρας της πέθανε από εγκεφαλικό και οι πέντε αδερφές της από καρκίνο, ενώ ο άλλος της αδερφός υπέστη καρδιακή προσβολή και κατέληξε.
Από τα έξι της χρόνια, ήξερε ότι ήθελε να ασχοληθεί με την υποκριτική τέχνη, αλλά δεν το είχε αποκαλύψει σε κανέναν. Το 1941 έδωσε εξετάσεις και απέτυχε τόσο στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου όσο και στη σχολή Κοτοπούλη. Η ίδια η Μαρίκα Κοτοπούλη όμως αναγνώρισε το ταλέντο της και την έκανε δεκτή στη σχολή της. Άλλαξε το επώνυμό της από Λούκου σε Λαμπέτη, όταν διάβασε το βιβλίο «Αστραπόγιαννος» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Η πρώτη της θεατρική εμφάνιση, πραγματοποιήθηκε το 1942 μέσα από το έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο» του Γκέρχαρντ Χάουπτμαν.
Η συνεργασία της με το Θέατρο Τέχνης την περίοδο '46-'48, ήταν αυτή που την καθιέρωσε ως εξαίρετη ηθοποιό. Ξεχώρισαν οι ερμηνείες της στον «Γυάλινο κόσμο», στην «Αντιγόνη» και στο πρώτο ανέβασμα του «Ματωμένου γάμου» του Λόρκα, στην Ελλάδα, παράσταση για την οποία έγραψε τη γνωστή πλέον μουσική ο Μάνος Χατζιδάκις. Ακολούθησαν οι συνεργασίες της με τον θίασο της Κατερίνας (1948) και το Εθνικό Θέατρο (1948). Το 1949 ήταν στο θίασο του Κ. Μουσούρη, όπου ξεχώρισε στα έργα «Πεγκ καρδούλα μου» και «Η κληρονόμος», τα οποία ξανανέβασε αρχές '60. Το 1952 συγκρότησε με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά τον θίασο Λαμπέτη - Παππά - Χορν και από το 1956 τον θίασο Λαμπέτη-Χορν. Ανέβασαν με μεγάλη επιτυχία κλασικά έργα, όπως το «Νυφικό κρεβάτι», «Αριστοκρατικός δρόμος», «Το παιχνίδι της μοναξιάς» και περιόδευσαν σε Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη και Κύπρο.
Μετά τον χωρισμό της με τον Χορν το 1959, συνέχισε τη θεατρική της πορεία τη δεκαετία του '60 με δικό της θίασο, με μεγαλύτερή της επιτυχία το «Λεωφορείο ο πόθος» (της είχε στείλει και συγχαρητήρια επιστολή ο Σεφέρης ) και το «Πέπσι» εμπορικά (έκανε 400 παραστάσεις, αριθμό ρεκόρ για την εποχή). Όμως η πιο ώριμη επαγγελματική δεκαετία της ήταν αυτή του '70, παρόλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στην προσωπική της ζωή. Ανέβασε με εξίσου μεγάλη επιτυχία από μιούζικαλ («Γλυκιά μου Ίρμα», 1972) μέχρι Τσέχωφ («Βυσσινόκηπος», 1974). Το 1977 συνεργάστηκε στη «Φθινοπωρινή ιστορία» με τον Μάνο Κατράκη, που επιπλέον τους συνέδεε βαθιά φιλία. Ανεπανάληπτες οι ερμηνείες της στο «Δεσποινίς Μαργαρίτα», τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» και στα «Μονόπρακτα». Τελευταία της θεατρική εμφάνιση ήταν τον Μάρτιο του 1981 στο έργο «Σάρα - Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού» υποδυόμενη με επιτυχία την κωφάλαλη Σάρα.
Στον κινηματογράφο έπαιξε σε σχετικά λίγες ταινίες όπως, «Αδούλωτοι σκλάβοι» (1946), «Παιδιά της Αθήνας» (1947), «Διαγωγή μηδέν» (1949), «Ματωμένα Χριστούγεννα» (1951), «Χαμένο κορμί» (1961), «Μια μέρα, ο πατέρας μου» (1967), αλλά αυτές που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία ήταν «Κυριακάτικο ξύπνημα» (1954), «Η κάλπικη λίρα» (1955), και «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956). Αξίζει να σημειωθεί ότι για την ερμηνεία της στο φιλμ «Τελευταίο ψέμα» (1958) σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και παραγωγής Φίνος Φιλμ, ήταν υποψήφια για βραβείο BAFTA (British Academy of Film and Television Arts) A' γυναικείου ρόλου. Η ίδια δεν αγάπησε ποτέ το σινεμά. Έλεγε για τον κινηματογράφο: «Πάντα αισθανόμουν ότι σκοτώνω κάτι, κάθε φορά που έκανα μια ταινία». Ζούσε για το θέατρο.
Συμμετείχε σε ηχογραφήσεις θεατρικών έργων και ποιημάτων για το ραδιόφωνο και την δισκογραφία, ενώ στην τηλεόραση, αν και την απέφευγε, είχε λάβει μέρος σε μια εκπομπή της ΕΡΤ, «Κείμενα Μεγάλης Εβδομάδας» (1979), όπου διάβαζε με τον μοναδικό της τρόπο τα κείμενα από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη. Μια εκπομπή που προβάλλεται μέχρι και τώρα και συγκεκριμένα κάθε Μεγάλη Εβδομάδα.
Η Έλλη Λαμπέτη εκτός από το μεγάλο υποκριτικό της ταλέντο, συζητήθηκε και για την προσωπική της ζωή. Οι έρωτές της συζητήθηκαν κατά καιρούς από τον Τύπο. Τον Φεβρουάριο του '43, λίγους μήνες μετά το πρωταγωνιστικό της ντεμπούτο στο θέατρο, γνώρισε τον πρώτο (και μεγαλύτερο κατά ομολογία της) έρωτα της ζωής της, τον Θ. Σγουρδέλη, διπλωμάτη και ποιητή που ζούσε μόνιμα στη Γαλλία και βρέθηκε στην Ελλάδα λόγω του πολέμου. Η σχέση τους κράτησε κάτι λιγότερο από δύο χρόνια. Έγραψε για χάρη της μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Ατέρμονη πορεία προς τον ήλιο», την απομάκρυνε από το θέατρο και προσπάθησε να τη στρέψει στη ζωγραφική, αλλά όταν ξαναγύρισε στο Παρίσι, εκείνη δεν τον ακολούθησε. Με τον αξέχαστο ηθοποιό μας Αλέκο Αλεξανδράκη, έζησαν πάλι έναν θυελλώδη έρωτα το καλοκαίρι του 1949 που διήρκεσε έξι μήνες και συμπρωταγωνίστησαν και στο θέατρο. Ο γάμος της με τον Μάριο Πλωρίτη (ο οποίος παρέμεινε αιώνιος φίλος της και στάθηκε δίπλα της μέχρι το τέλος της ζωής της) το 1950 υπήρξε ατυχής. Χώρισαν το 1953, όταν γνωρίστηκε με τον Δημήτρη Χορν και μαζί έγραψαν μία από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Δύο πρωταγωνιστές με μοναδική χημεία στη σκηνή και στην μεγάλη οθόνη, αλλά με τεράστιες διαφορές τόσο στο χαρακτήρα όσο και στην ταξική προέλευση. Μάλιστα η Λαμπέτη έλεγε στον Χορν: «Εσύ είσαι ένας Κουντουριώτης, ενώ εγώ είμαι μια από τα Βίλια». Ένας γοητευτικός αριστοκράτης ζεν-πρεμιέ και μία ευαίσθητη, μα λαμπερή και φιλόδοξη ηθοποιός από την επαρχία. Ήταν δύσκολο να συνυπάρξουν στη ζωή δύο ιερά τέρατα. Το ειδύλλιό τους έγινε το παραμύθι της εποχής. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ και επιπλέον η Λαμπέτη αναγκάστηκε να κάνει έκτρωση, στο παιδί που κυοφορούσε από εκείνον, διότι ο Χορν δεν ήθελε παιδιά. Η ίδια έλεγε: «Τι κρίμα να μην έχω ένα παιδί από αυτόν τον άνθρωπο…». Χώρισαν το 1959.
Εκείνη την εποχή, γνώρισε τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέηκμαν (Frederic Wakeman), τον οποίο παντρεύτηκε, αλλά χώρισε το 1976 μετά από πολλά προβλήματα και όντας χρόνια σε διάσταση.
Γνωστός υπήρξε επίσης και ο δεσμός που είχε με τον αείμνηστο ηθοποιό Κώστα Καρρά, με τον οποίο η Λαμπέτη ονειρευόταν για άλλη μια φορά τον γάμο και την οικογένεια. Συνεργάστηκαν μαζί στο θέατρο. αλλά εμπόδιο στα σχέδιά της ήταν το νεαρό της ηλικίας του και το ότι εκείνος ήταν παντρεμένος, κάτι που η ίδια αγνοούσε. Έμαθε την αλήθεια από τη γνωστή πλέον ηθοποιό Βέρα Κρούσκα, η οποία έκανε τα πρώτα θεατρικά της βήματα στο πλευρό της Λαμπέτη και ήταν φίλες. Την ερωτεύτηκε κρυφά ο στενός συνεργάτης της, μεγάλος σκηνοθέτης μας Μιχάλης Κακογιάννης, αλλά δεν της το είπε ποτέ. Ήταν ένας ανεκπλήρωτος έρωτας.
Ο καρκίνος αφού της στέρησε τις αγαπημένες της αδερφές, τις οποίες έχασε όλες (εκτός από την αδερφή της Αντιγόνη, η οποία έζησε αρκετά χρόνια και μετά τον θάνατο της Έλλης) από καρκίνο του μαστού, εμφανίστηκε και στην ίδια το 1969. Μετά την εγχείρηση (ολική μαστεκτομή) στην οποία υποβλήθηκε στις ΗΠΑ, επέστρεψε στην Ελλάδα και προσπάθησε να ξεπεράσει το σοβαρό πρόβλημα υγείας της. Μια προσπάθεια υιοθεσίας από κοινού με τον Γουέηκμαν, της δημιούργησε πολλά προβλήματα, όταν δικαστική απόφαση την υποχρέωσε να επιστρέψει το παιδί, μετά παρέλευση τεσσάρων χρόνων, στους φυσικούς γονείς του. Η περιπέτεια αυτή πήρε μεγάλη δημοσιότητα τη δεκαετία του ' 70, της δημιούργησε γενική κατάπτωση και μελαγχολία, που την κράτησε μακριά από το θέατρο.
Ο καρκίνος επανεμφανίστηκε το 1980. Χειρουργήθηκε στη Νέα Υόρκη, στο μεσοθωράκιο και της αφαιρέθηκε η μία φωνητική χορδή. Οι μεταστάσεις ήταν συνεχείς. Το 1982 ξαναχειρουργήθηκε στο μεσοθωράκιο και μιλούσε με τη βοήθεια ενός σωλήνα στον λάρυγγα. Έχασε τη μαγική φωνή της. Παραπονιόταν ότι δύο πράγματα για τα οποία καμάρωνε που είχε πάνω της, τα μαλλιά και το στήθος της, της τα στέρησε ο καρκίνος. Κάποια στιγμή συνέβη κάτι που την πίκρανε πολύ. Ενώ ταξίδευε στο εξωτερικό για θέμα της υγείας της, δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες της Αθήνας, η είδηση του θανάτου της. Η ίδια στενοχωρέθηκε και είπε: «Αυτό θα είναι το πιο πικρό ποτήρι που ήπια από τους Έλληνες». Τον Φεβρουάριο του 1983, προσβλήθηκε από ηπατίτιδα και στις 28 Ιουλίου του 1983 έφυγε για τη Νέα Υόρκη μαζί με την αδερφή της Αντιγόνη, όπου εισήχθη στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital για θεραπεία. Εκεί κατέληξε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983 και ώρα Νέας Υόρκης, 7.30' το πρωί. «Αντιγόνη, είμαστε τα παιδιά ενός κατώτερου θεού», ήταν τα τελευταία της λόγια, σβήνοντας στην αγκαλιά της αδερφής της. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1983, η σορός της έφτασε στην Αθήνα. Το φέρετρό της ήταν σφραγισμένο. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1983 κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Πλήθος κόσμου την αποχαιρέτησε, πάνω από 70.000 άνθρωποι, με αποτέλεσμα η νεκρώσιμη ακολουθία να τελεστεί έξω από την εκκλησία.
Η τελευταία προσφορά της ήταν η δωρεά των ματιών της. Η Έλλη Λαμπέτη είχε τιμηθεί με το επαμειβόμενο βραβείο Μαρίκας Κοτοπούλη για τη διετία 1949 – 1951.
Μετά τον θάνατό της, ο κινηματογράφος «Γρανάδα», που βρίσκεται στη λεωφόρο Αλεξάνδρας 106, μετονομάστηκε και λειτουργεί μέχρι σήμερα ως θέατρο με το όνομα «Λαμπέτη». Το όνομά της δόθηκε και στον δρόμο όπου εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά της στην Αθήνα και από οδό Μιχαήλ Βόδα μετονομάστηκε σε οδό Έλλης Λαμπέτη. Την τηλεοπτική περίοδο 2006-07, προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA, τηλεοπτική σειρά 20 επεισοδίων, με τίτλο «Έλλη Λαμπέτη: Η τελευταία παράσταση», βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της βιογράφου της Λαμπέτη Φρίντας Μπιούμπι ,(«Έλλη Λαμπέτη: Η τελευταία παράσταση» Εκδόσεις Εξάντας 1983) με πρωταγωνίστριες στον ρόλο της Λαμπέτη τις Μαρίνα Καλογήρου (νεαρή ηλικία) και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (ώριμη ηλικία). Η Καραμπέτη βέβαια, αν και είναι σπουδαία ηθοποιός, δεν έπεισε και τόσο ως Λαμπέτη φυσιογνωμικά, σε αντίθεση με την Καλογήρου, που την θύμιζε πολύ. Μια σειρά που κέρδισε τις εντυπώσεις και συζητήθηκε πολύ, ακόμη και αρνητικά.
Ο αξέχαστος Φρέντυ Γερμανός , που ήταν καλός φίλος της Λαμπέτη, 13 χρόνια μετά τον θάνατο της, το 1996, έγραψε τη βιογραφία της που έγινε best-seller.
Η Λαμπέτη δεν ερμήνευσε ρόλους, ήταν η ίδια ο ρόλος. Είχε την ικανότητα να κάνει το ασήμαντο σημαντικό και το σημαντικό ασήμαντο. Ακόμη και ένα φυσικό της ελάττωμα, το ψεύδισμά της, το έκανε να φαίνεται σαν προτέρημα. Άλλωστε η ίδια η Κοτοπούλη την εμπόδισε να κάνει μαθήματα ορθοφωνίας ώστε να βελτιώσει την άρθρωσή της. Έζησε μια ζωή σύντομη, αλλά γεμάτη από επιτυχίες στα επαγγελματικά και από διάφορα γεγονότα στα προσωπικά της, φλογερούς έρωτες, θανάτους αγαπημένων της προσώπων, την ανεκπλήρωτη επιθυμία της να αποκτήσει παιδιά, οικονομικές δυσκολίες. Μάλιστα, είχε ακουστεί ότι αναγκάστηκε να πουλήσει το εξοχικό της σπίτι στο Πήλιο για να ανταποκριθεί στα έξοδα των φαρμάκων που έπαιρνε για την αρρώστια της. Διακρινόταν από μια απίστευτη αμεσότητα σαν άνθρωπος, την οποία κατέθετε αφοπλιστικά και στη σκηνή. Εντυπωσιακά όμορφη και επιβλητική. Τα μάτια της έκρυβαν πάντα μια μελαγχολία, είχε όμως και χιούμορ. Της άρεσε η ζωγραφική, ο χορός και η κηπουρική. Ευτύχησε να συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου, από τον Μάνο Κατράκη, τον Κάρολο Κουν και την κυρία Κατερίνα μέχρι τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και τον Νίκο Κούρκουλο. Στο πλευρό της έκαναν τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα πολύ σημαντικοί μετέπειτα πρωταγωνιστές μας, όπως η Βέρα Κρούσκα που αναφέρεται και πιο πάνω καθώς και η Κάτια Δανδουλάκη, επίσης πολύ καλή της φίλη, ο Αντώνης Καφετζόπουλος και ο Βασίλης Τσιβιλίκας. Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε που μας άφησε, αλλά «Το κορίτσι με τα μαύρα», η «Ίρμα», η «Σάρα» εξακολουθεί να μας αγγίζει με την αέρινη ευαισθησία της, όποτε την παρακολουθούμε στις ταινίες που πρωταγωνίστησε.
Δηλώσεις της Έλλης Λαμπέτη:
«Το ότι αγαπήθηκα πολύ, είναι κάτι. Επίσης, το ότι αγάπησα τόσο. Έδωσα και πήρα-
it's a fair game (σ.σ. ένα τίμιο παιχνίδι). Δεν αγαπήθηκα χωρίς λόγο. Έδωσα ό,τι καλύτερο μπορούσα».
«Δεν ζηλεύω ποτέ έναν καλό καλλιτέχνη. Το αντίθετο μάλιστα: τον λατρεύω. Μισώ, όμως, τον κακό καλλιτέχνη».
«Ο χρόνος με βοήθησε να γνωρίσω τον εαυτό μου. Γι' αυτό δεν με τρομάζει».
«Το θέατρο δεν πρέπει να το μετράμε ανάλογα με το ταμείο».
«Πιστεύω πως γεννήθηκα με πολύ ταλέντο και το σκόρπισα έτσι άθλια».
Σκόρπισε μαγεία και έρωτα: