ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Στέλιος Καζαντζίδης: Η φωνή του λαού

2015-09-13 20:51

 

Κείμενο και φωτογραφίες αρχείου από τον Αλέξανδρο Παπαδόπουλο

 

 

  Τραγούδησε με ξεχωριστό τρόπο τα βάσανα, τους καημούς, τους ανεκπλήρωτους ή προδομένους έρωτες των απλών Ελλήνων. Η ρωμαλέα φωνή του σημάδεψε την καθημερινότητά μας. Αν η ψυχή είχε φωνή, θα ήταν η δική του. Κορυφαίο λαϊκό είδωλο του ελληνικού πενταγράμμου τον περασμένο αιώνα. Δάσκαλος για πολλούς μεταγενέστερους συναδέλφους του, δημιούργησε μια μεγάλη σχολή ερμηνείας. Άνθρωπος ατόφιος, ειλικρινής, ασυμβίβαστος και τολμηρός. Μπορεί ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Στελάρας μας να «έφυγε» πριν από 14 χρόνια (14 Σεπτεμβρίου 2001), αλλά όσο υπάρχουμε θα υπάρχει…

 

 

Ο Στέλιος της Ελλάδας

 

  Ο Στέλιος Καζαντζίδης, γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία Αττικής στις 29 Αυγούστου του 1931. Η μητέρα του Γεσθημανή, ήταν πρόσφυγας, από τη Μικρά Ασία. Από αυτήν και τη γιαγιά του άκουγε σαν παιδί όλα τα λαϊκά τραγούδια που έφεραν οι πρόσφυγες. Ο πατέρας του Χαράλαμπος, Ποντιακής καταγωγής και  χτίστης στο επάγγελμα, ήταν στα χρόνια της Κατοχής ενεργός στην Εθνική Αντίσταση, οργανώθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ και δούλεψε για την Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ). Στα χρόνια του Εμφυλίου, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από ταγματασφαλίτες της δικτατορίας του Μεταξά. Ο έφηβος Καζαντζίδης αναγκάστηκε να κάνει πολλές δουλειές για να βγάλει το μεροκάματο. Δούλεψε σε εργοστάσια, υφαντουργεία, πουλούσε τσιγάρα και κρύο νερό σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. 

                                                                 

                                                       

  Άσχημη εμπειρία για τον Καζαντζίδη ήταν όταν σε ένα από τα κρατητήρια όπου βρέθηκε την εποχή που τον κυνηγούσαν για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ένα μουλάρι τον κλώτσησε στα γεννητικά του όργανα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκτήσει παιδιά. Ο πρώτος άνθρωπος που εκτίμησε την φωνή του ήταν κάποιο αφεντικό του, που καθώς τον άκουσε την ώρα της δουλειάς, του χάρισε μια κιθάρα. Δάσκαλος του Καζαντζίδη υπήρξε ο Στέλιος Χρυσίνης,  ένας τυφλός συνθέτης. Η πρώτη επαγγελματική του εμφάνιση ήταν το 1950 σε κέντρο της  Κηφισιάς.  Το 1952, ο Καζαντζίδης έκανε το δισκογραφικό ντεμπούτο του με ένα τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα. Το τραγούδι αυτό έφερε τον τίτλο «Για μπάνιο πάω» και γράφτηκε για τον καύσωνα που επικρατούσε εκείνο το καλοκαίρι στην πρωτεύουσα. Ο δίσκος δεν έγινε ιδιαίτερη επιτυχία.

                                      

  Αυτός που αντιλήφθηκε τις δυνατότητες της φωνής του Καζαντζίδη ήταν ο συνθέτης Γιάννης Παπαιωάννου. Το τραγούδι του «Οι βαλίτσες»  έγινε μεγάλη επιτυχία και το φαινόμενο Καζαντζίδης αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Σε σύντομο χρονικό διάστημα όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί της εποχής, όπως ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Κώστας Βίρβος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Λοίζος  και πολλοί άλλοι, του εμπιστεύτηκαν μερικές από τις μεγαλύτερες συνθέσεις τους. Οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη και ο ίδιος άρχισε να εμφανίζεται σε όλο και πιο γνωστά λαϊκά κέντρα, μεταξύ των οποίων «Θείος», «Μπερτζελέτος», «Ροσινιόλ» κ.ά. Με τους λαρυγγισμούς και τους αυτοσχεδιασμούς του απογείωνε είτε τα τραγούδια της ξενιτιάς είτε τα βαριά λαϊκά είτε τις συνθέσεις του Χατζιδάκι («Το πέλαγο είναι βαθύ») και του Θεοδωράκη («Βράχο, βράχο τον καημό μου»).

                                       

                            

                                           

                                   

  Το 1959 είχε δικαστική διαμάχη με την δισκογραφική εταιρεία «COLUMBIA» με αφορμή τις, μεγάλου μεγέθους, πωλήσεις του τραγουδιού «Μαντουμπάλα», που την εποχή εκείνη αγγίξανε τις 100.000. Στην άλλη όψη του ίδιου δίσκου, περιλαμβάνεται το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» σε μουσική του ίδιου του Καζαντζίδη. Παρά τις χωρίς προηγούμενο πωλήσεις και τη στιγμή που η εταιρεία έβγαζε εκατομμύρια από το συγκεκριμένο δισκάκι, ο ίδιος ο τραγουδιστής πήρε λιγότερες από 1000 δραχμές. Αυτό συνέβη καθώς οι τραγουδιστές τότε πληρώνονταν ένα εφάπαξ ποσό για τον κάθε δίσκο και δεν λάμβαναν ποσοστά από τις πωλήσεις. Στον Καζαντζίδη χρωστάνε πολλά οι σύγχρονοι τραγουδιστές αφού πρώτος αυτός διεκδίκησε για τον κλάδο του ποσοστά και η προσπάθεια του είχε θετικό αποτέλεσμα.

                                            

                                                 

  Το 1965, ο Καζαντζίδης τραγουδούσε στο κέντρο «Φαληρικόν» μαζί με τη Μαρινέλλα και τη Γιώτα Λύδια. Τότε  πήρε τη μεγάλη απόφαση να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις σε κέντρα, επειδή ένα βράδυ μια τουρίστρια που καθόταν με την παρέα της, πέταξε ξαφνικά ένα μπουκάλι, έσπασε στον τοίχο και ο πάτος του αφού πέρασε ξυστά από το πρόσωπο του Καζαντζίδη, καρφώθηκε σε μια κολώνα. Χαρακτηριστικά η Μαρινέλλα αναφέρει πως μόνον στο μαγαζί που ο Καζαντζίδης δούλευε απαγορευόταν (από τον ίδιο φυσικά) οι τραγουδίστριες να κάθονται στα τραπέζια των εύρωστων οικονομικά πελατών. Ήθελε να τραγουδά για τον απλό κόσμο, τις οικογένειες και τους ερωτευμένους και όχι για τους παρακμιακούς. Και αυτά του τα πιστεύω, προσπαθούσε να τα περάσει στα μαγαζιά που τραγουδούσε, γεγονός που τον έφερνε πολλές φορές σε σύγκρουση με τους καταστηματάρχες. Κράτησε τον λόγο του μέχρι το τέλος της ζωής του.

                                 

  Το 1969 αποφάσισε  να αποσυρθεί για περίπου δύο  χρόνια από την δισκογραφία. Τότε είναι που έκανε και την προσπάθεια να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία, την «STANDAR», αλλά τα κατεστημένα συμφέροντα και η λογοκρισία στα χρόνια της Χούντας των Συνταγματαρχών δεν τον άφησαν. Την ίδια μοίρα είχαν και οι όποιες άλλες επιχειρηματικές κινήσεις, όπως η εκτροφή βατράχων,  το ούζο «Υπάρχω» που κυκλοφόρησε αργότερα κτλ.

  Στα τέλη του 1975 κυκλοφόρησε  ο δίσκος 33 στροφών «Υπάρχω», με τον Καζαντζίδη σε καταπληκτικές ερμηνείες. Χρήστος Νικολόπουλος και Πυθαγόρας, οι δημιουργοί του τραγουδιού «Υπάρχω», υπογράφουν με δικαστικές αποφάσεις τη στιγμή που μετά την μοναδική επιτυχία που γνώρισε αυτός ο δίσκος, την αποχώρηση του Στέλιου (λόγω  διαφωνιών του με την εταιρεία «MINOS») ,από τη δισκογραφία για 12 χρόνια. Επέστρεψε το 1987 με το δίσκο (τον τελευταίο στη «MINOS»), «Ο δρόμος της επιστροφής» . Ακολούθησε ο δίσκος «Ελεύθερος» στην «Polygram». Το κύκνειο άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα».

                                                

                                                

                                  

                                          

  Οι δίσκοι του γίνονται χρυσοί και πλατινένιοι κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων.  Ηχογράφησε 33 μεγάλους δίσκους, 7 CD – με τελευταίο το «Τραγουδώ» το 1997- και πολλά 45άρια. Τα  συμβόλαια που είχε υπογράψει τη δεκαετία του  '60 με την «Odeon», μετέπειτα «Minos» και σήμερα «Minos-Emi», μπορούσε να ηχογραφεί τραγούδια στην Ελλάδα και να τα εκδίδουν εταιρείες του εξωτερικού. Ο κατάλογος με τις επιτυχίες που τραγούδησε ατελείωτος. Ενδεικτικά κάποιες από αυτές: «Δεν θα ξαναγαπήσω», «Η ζωή μου όλη», «Της Γερακίνας γιος», «Κάτω απ' το πουκάμισό μου», «Ζιγκουάλα», «Πάρε τα χνάρια μου», «Αγριολούλουδο», «Όποια και να 'σαι», «Στην Ελλάς του 2000».  

                                            

  Ο Στέλιος τραγούδησε εκπληκτικά τον έρωτα. Η προσωπική του ζωή σημαδεύτηκε από τρεις γυναίκες. Η πρώτη του σχέση που κράτησε για τέσσερα χρόνια, ήταν με την μεγάλη κυρία του λαϊκού τραγουδιού, Καίτη Γκρέυ που τον ανέδειξε , ενώ η ίδια ήταν ήδη γνωστή. Αρραβωνιάστηκαν αλλά και συνεργάστηκαν με την Καίτη Γκρέυ, ως το καλοκαίρι του 1957. Σουξέ της εποχής, το «Απόψε φίλα με» του Μανώλη Χιώτη, ένα ντουέτο του Στέλιου Καζαντζίδη με την Καίτη Γκρέυ. Μετά από αυτό χώρισαν. Με την Μαρινέλλα, γνωρίστηκαν, όταν εκείνη έκανε τα πρώτα της βήματα στη Θεσσαλονίκη στα 17 της χρόνια. Δίπλα του μεταμορφώθηκε σε μια κορυφαία τραγουδίστρια. Μαζί έκαναν μεγάλες επιτυχίες και εμφανίστηκαν στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα. Το Μάιο του 1966 αποφάσισαν να ενωθούν και στη ζωή. Ο γάμος τους μπορεί να μην άντεξε στο χρόνο, αλλά έμειναν για πάντα φίλοι. Μετά από χρόνια, μπήκε στη ζωή του η Βάσω Κολοβού, την οποία ο χαρακτήριζε ως «θησαυρό». Παντρεύτηκαν το 1982 και έζησαν μαζί μέχρι τον θάνατό του. Πρώτη θέση στην καρδιά του, είχε η μητέρα του Γεσθημανή. Της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Μια αγάπη που τον καθόρισε και για την οποία πολλές φορές χλευάστηκε. Πολλοί λένε ότι τον επηρέαζε στις σχέσεις του με τις γυναίκες.

                                 

                                          

                                                  

  Τον Απρίλιο του 2001, πέρασε την πύλη του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, με συμπτώματα καταβολής, ανορεξίας και απώλειας βάρους. Οι εξετάσεις έδειξαν καρκίνο. Η κατάστασή του ήταν πολύ σοβαρή. Μεταφέρθηκε στη Γερμανία, όπου νοσηλεύθηκε για παραπάνω από ένα μήνα. Έπειτα επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε τη θεραπεία στο σπίτι του στη Νίκαια. Η υγεία του όμως επιδεινώθηκε και εισήχθη εκ νέου στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Οι γιατροί προσπάθησαν να τον κρατήσουν στη ζωή, αλλά η μάχη ήταν άνιση. Άφησε την τελευταία του πνοή την Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου του 2001. Ο θάνατός του προκάλεσε θλίψη σε όλο τον Ελληνισμό. Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου Ελευσίνας, όπου και εψάλη η εξόδιος ακολουθία το Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου του 2001. Ύστερα, πλήθος κόσμου, πολιτικοί και δεκάδες καλλιτέχνες με δάκρυα στα μάτια, συνόδεψαν τον μεγάλο λαικό μας βάρδο ως την τελευταία του κατοικία, στο Νεκροταφείο Ελευσίνας.

                                       

                               

  Ο Στέλιος Καζαντζίδης μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Στράτο Διονυσίου, αποτελούν την «Αγία Τριάδα» του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Οι Έλληνες σε κάθε γωνιά του κόσμου, λάτρεψαν τη φωνή του. Απόδειξη της αγάπης προς το πρόσωπό του, τα «φαν κλαμπ» που έχουν δημιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό. Από την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη μέχρι την Καστοριά και το Βόλο. Το ίδιο και στη Γερμανία, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά. Χιλιάδες οι λάτρεις του Καζαντζίδη και των τραγουδιών που ερμήνευσε. Στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που αγάπησε τον Καζαντζίδη, μετονομάστηκε  ο δρόμος Θεσσαλονίκης – Θέρμης, που διέρχεται μπροστά από τα κοιμητήρια Αναστάσεως του Κυρίου, μετά από απόφαση που πήρε ομόφωνα η Επιτροπή Ονοματοθεσιών Δρόμων και Πλατειών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας σε οδό Στέλιου Καζαντζίδη και εκεί κοντά έχει στηθεί προτομή του αξέχαστου τραγουδιστή.

                                               

                                         

                                        

  Απλός στην καθημερινή του ζωή. Αγαπημένη του ασχολία ήταν το ψάρεμα. Η θάλασσα τον γαλήνευε. Τον ευχαριστούσε να πηγαίνει στο εξοχικό του σπίτι στον Άγιο Κωνσταντίνο με τη γυναίκα του Βάσω και λίγους καλούς φίλους. Έπαιρνε την κιθάρα και τους τραγουδούσε.  Βοήθησε πολλούς ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Παρέμεινε σεμνός μέχρι τέλους.

  Ο Καζαντζίδης μπορεί να ηττήθηκε από τον θάνατο, αλλά τα τραγούδια του που είναι μέρος της πολιτισμικής μας παράδοσης και κληρονομιάς, θα μας θυμίζουν ότι μια μεγάλη φωνή βγαίνει από μια μεγάλη ψυχή. Την ψυχή του Στέλιου και όλων των Ελλήνων.

                                              

                                                 

 

 

Ο Στέλιος μέσα από συνεντεύξεις του:

 

 

«Αφού γεννηθήκαμε σε αυτή τη χώρα, πρέπει να τα υποστούμε όλα… Το κακό είναι πως δεν σε αφήνουν να αγωνιστείς, δεν σε αφήνουν να παλέψεις…».

 

«Αν δεν είχα πονέσει ο ίδιος ως πρόσφυγας, αν δεν είχα ζήσει τη φτώχεια, δεν θα μπορούσα να λέγομαι λαϊκός τραγουδιστής».

 

                                                     

 

«Χωρίς έρωτα δεν υπάρχουμε. Ο έρωτας για τον άνθρωπο είναι δημιουργία, έμπνευση. Είναι πολύ ωραίο πράγμα ο έρωτας!».

 

«Τι είναι η ζωή μας; Πόρτες κλειστές είναι, με ταμπέλες που γράφουν ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ. Και το κλειδί τους βρίσκεται στα χέρια του θανάτου. Και κανείς μέχρι τώρα δεν κατάφερε να φτιάξει αντικλείδια… Ο θάνατος δεν με τρομάζει. Με φοβίζει το άγνωστο που με περιμένει και η πίκρα για το ανθρώπινο τοπίο που χάνω. Ούτε που θα με ένοιαζε αν πέθαινα με τον κόσμο. Η μοναχική διαδρομή είναι που με γεμίζει θλίψη».

 

 

Αθάνατος Στέλιος: